- ἐπιδρομάδην
- ἐπιδρομάδηνrapidlyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδρομάδην — ἐπιδρομάδην (Α) επίρρ. 1. επιτροχάδην, πολύ γρήγορα 2. βιαστικά, απρόσεχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομ άδην (< δρόμος)] … Dictionary of Greek
επιδρομικός — ἐπιδρομικός, ή, όν (Α) [επιδρομή] αυτός που γίνεται επιδρομάδην, βιαστικός, εσπευσμένος … Dictionary of Greek